- πρωτύτερος
- -η, -ο, Ν [πρώτος]αυτός που βρίσκεται, γίνεται ή συμβαίνει πριν από έναν άλλο, ο προγενέστερος.επίρρ...πρωτύτερα Ν1. πριν, προηγουμένως2. (μόνον στον Ερωτοκρ.) την πρώτη φορά («πρωτύτερα οντέ τά 'κουγα να μού τά λέσιν άλλοι», Ερωτόκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.